ενστιγματικός

ενστιγματικός
η , ό[ν] относящийся к инстинкту; инстинктивный;

ενστιγματική πράξη — инстинктивное действие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενστιγματικός" в других словарях:

  • ενστιγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στο ένστιγμα, στο ένστικτο («ενστιγματικές ορμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. instictif. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απόστολο Μεγακλή] …   Dictionary of Greek

  • ενστιγματικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στο ένστικτο, που γίνεται από ένστικτο, ενστικτώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενστικτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ενστιγματικός (βλ. λ.). 2. (για ανθρώπους), πρωτόγονος, ζωώδης, που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των ενστίκτων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»